< ἀχρειώδης
ἀχρεοκόπητος >
ἀχρείωσις
,
-εως, ἡ
inutilidad
,
incapacidad
τοῦ σώματος ... κατάλυσιν, καὶ παντελῆ ἀχρείωσιν
Nil.M.79.517B.