ἀχρεοκόπητος, -ον
1 de inevitable obligación
τὰ ἐπ[ικε]φάλια ... ἀχρε[ω]κόπηταlas tasas de capitación de ineludible pago, SB 11379.8 (II d.C.).
2 fís. no disminuido, intacto
ἀνθρωπίνη ψυχικὴ δύναμις ... ἀ.PMag.4.527; cf. χρεοκωπέω.
τὰ ἐπ[ικε]φάλια ... ἀχρε[ω]κόπηταlas tasas de capitación de ineludible pago, SB 11379.8 (II d.C.).
ἀνθρωπίνη ψυχικὴ δύναμις ... ἀ.PMag.4.527; cf. χρεοκωπέω.