< ἄχρατοι·
ἀχρειόγελως >
ἀχρεία
,
-ας, ἡ
• Grafía:
graf. -ία
SB
7449.12 (V d.C.)
1
desperdicio
,
basura
Sch.E.
Hec
.159D.
2
invalidez
ἀχρίαν ἀπέδιξεν
SB
l.c.