< ἀχρεία
ἀχρειοποιός >
ἀχρειόγελως
,
-ων
que ríe sin motivo
χαῖρ' ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε
ref. a los atenienses, Cratin.360, cf.
AB
475, Sud.,
Fr.Lex.I
35.