ἀχλύω
1 intr. oscurecerse
ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ' αὐτῆςOd.12.406, 14.304,
ἠέρος ἀχλύσαντοςCall.Fr.319,
ὄμματα δ' αὔτως ἤχλυσανA.R.3.963,
ἀστεροπὴ δ' ἤχλυσεNonn.D.1.303.
2 tr. oscurecer, envolver de oscuridad
κονίη ὡ[ς ν]έφ[ος] ἱσταμένη φ[άος ἤ]χλυεν ἠελίοιοPancrat.2.12, cf. Q.S.11.248, Corp.Herm.Fr.24.14,
ἤχλυσε μεμυκότος ὄμματος αἴγληνNonn.D.4.380, cf. Q.S.1.598.