< ἀφίλης
ἀφιλία >
ἀφίλητος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
no amado
s. cont., A.
Fr
.451l.24,
οὐδὲ γὰρ ὡς ἀ. ἐμοί
S.
OC
1702,
ἄνδρες
Phld.
D
.1.1.10.