ἀφιλία, -ας, ἡ
1 carencia de amigos considerada como un mal, Arist.EN 1115a11, Rh.1386a9,
τὴν ἀφιλίαν καὶ τὴν ἐρημίαν δεινότατον (εἶναι)Arist.EE 1234b33,
ἀ. δοκεῖ μὲν ἀφαλωμάτων κουφίζεινPhld.Oec.p.67,
δεῖ ... πεφράχθαι μήτε ἀφιλίᾳ πρὸς φίλων ἀποβολήνPlu.Sol.7, cf. 2.606e
•falta de afecto
τὸ τῆς ἀφιλίας μοι βαρύτερονCharito 5.1.5.
2 firmeza, fortaleza de ánimo Hsch.