ἀφίδρωσις, -εως, ἡ
eliminación por medio de la transpiración, exudación
διὰ τί μᾶλλον ἱδροῦσιν, ὅταν μὴ διὰ πολλοῦ χρόνου χρῶνται ταῖς ἀφιδρώσεσιν;Arist.Pr.867a13,
οἱ μὴ χρονίως ποιούμενοι τὰς ἀφιδρώσειςThphr.Sud.22,
γυμνασίοις χρῆσθαι καὶ ἀφριδρώσεσι καὶ τρίψεσιSor.125.8, cf. Plu.2.695d.