< ἀφέλκω
ἀφελληνίζω >
ἀφέλκωσις
,
-εως, ἡ
agr.
injerto
διὰ τὴν ἀφέλκωσιν συνδήσαντες ἐφύτευσαν
Thphr.
CP
5.5.3.