< ἀφᾰδία
ἀφαδός >
ἀφάδιος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀνφάδιος
Hsch.s.u.
ἀφάδιος
;
ἀφάδειος
Hdn.Gr.2.480
enemigo
Hdn.Gr.2.480, Hsch.