< ἀφιππεύω
ἀφιπποδρομά >
ἀφιππία
,
-ας, ἡ
ignorancia de la equitación
ἀνάγκη ... τοὺς καὶ δι' ἀφιππίαν πίπτειν
X.
Eq.Mag
.8.13.