ἀφιππεύω
marchar a caballo c. rég. prep.
ἀφιππεύει ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ σκηνήνvuelve a caballo a su tienda X.An.1.5.12,
πρὸς τὴν πόλινD.H.3.26,
εἰς ΣικυῶναPlu.Arat.40
•en v. med. irse a caballo
ἀφιππευσάμενος εἴς τι φρούριονCharito 3.7.2
•abs. alejarse a caballo
ἡ Σεμίραμις ταχέως ἀφίππευσεD.S.2.19,
πόρρω ποι ἀφιππεῦσαι αὐτοὺς ἐχρῆνD.C.40.24.2, cf. Polyaen.2.31.4.