ἀφιλότιμος, -ον
I
ὁ δ' ἐλλείπων (ταῖς ὀρέξεσι) ἀ.Arist.EN 1107b29,
τίς δ' οὕτως ... ἀ. (ἐστίν);Lycurg.69
•sup.
ἀφιλοτιμοτάτους ... ποιήσαςPlb.6.48.8
•de abstr.
αἰτίαNumen.24.14, cf. Eun.VS 491.
2 de pers. indiferente
πρὸς δὲ κάλλος οὐδεὶς ἀ. ἦν οὕτωςI.AI 2.231.
3 de abstr. deshonroso, indigno
ἡ δ' ἀπὸ μικρῶν δόξα ... ἀ. (ἐστί)Plu.2.35a,
πάθεαPlu.2.715e,
βίος οὐκ ἀ. εἰς δόξανIPr.112.11 (I a.C.), compar.
ἔργον ... ἀφιλοτιμότερον τοῦ φιλοσοφίᾳ προσήκοντοςPhilostr.VA 6.7, cf. Plu.2.754a, Synes.Ep.118.
II adv. -ως
1 sin ambición
πρὸς τοὺς ἀ. πεπεισμένουςPlb.12.23.8.
2 con indiferencia
πρὸς πόλιν ἀ. ζῆνPlu.2.525c, cf. PPetr.2.3b.7 (III a.C.).
3 con imparcialidad
παρακαλῶ ὑμᾶς ἀ. προσελθεῖν [πρὸς τὸ] πρᾶγμαIG 9(2).517.34 (Larisa III a.C.).