< ἀφιλόστοργος
ἀφιλότιμος >
ἀφιλοτιμία
,
-ας, ἡ
falta de ambición
φαίνεται δὲ πρὸς ... τὴν φιλοτιμίαν ἀ.
Arist.
EN
1125
b
22.