< ἀφιλοπλουτία
ἀφιλοπόλεμος >
ἀφιλόπλουτος
,
-ον
indiferente a la riqueza
ἀφιλόπλουτον ἔχειν τὸ φρόνημα
Cyr.Al.M.72.589C.