< ἀφιλόξενος
ἀφιλόπλουτος >
ἀφιλοπλουτία
,
-ας, ἡ
indiferencia por las riquezas
τεκμήριον τοῦτο ποιοῦμαι τῆς ἀφιλοπλουτίας τοῦ ἀνδρός
Plu.
Comp.Lys.Sull
.3.