< ἀφιλοπραγμόνως
ἄφιλος >
ἀφιλοπρωτία
,
-ας, ἡ
falta de afán de protagonismo
ἀ. μόνη καὶ φθόνου κατάλυσις τὰ καιριώτατα συνιστᾷ
Men.Prot.p.90.