ἀφαυαίνω
• Morfología: [aor. part. ἀφαυάνας Ph.1.452, ἀφαυήνας Lyc.Med.262, PHolm.74, Hld.2.19.4; inf. ἀφαυᾶναι Plot.4.4.32]
I tr. en v. act.
1 desecar, secar
(κιττός) πάντα ... ἀφαυαίνει(la hiedra) seca a todos (los árboles a los que se abraza), Thphr.HP 3.18.9, cf. 10, CP 3.10.8, Plot.l.c.,
τὰς δὲ κηκίδας ἢ τοὺς φλοιοὺς τῆς ῥοιᾶς ... ἀφαυήναςLyc.Med.l.c.,
ποταμούςPh.1.27,
(βασιλίσκος) πνεύματι μόνον καὶ βλέμματι πᾶν ἀφαυαίνειHld.3.8.2, en alquim.
λεπίδα ... ἀφαυήναςhabiendo secado la lámina, PHolm.l.c., fig.
πενίαν ψυχῆς ... ἀφαυάναςPh.l.c.,
πολλὰς ἀφαυαίνει τῶν ἡδονῶν τὸ γῆραςPlu.2.1094f.
2 chamuscar, tostar
(κριὸν) ἐπὶ τοῦ πυρὸς ... ἀφαυήναντεςHld.2.19.4.
II intr. en v. act. y med.
1 en v. act. desecarse, secarse de plantas
ξηραίνει γὰρ καὶ ἀφαυαίνει ὃ καλοῦσί τινες ἐξανεμοῦσθαιThphr.HP 8.10.3.
2 en v. med.-pas. secarse, destruirse, consumirse del cordón umbilical, Arist.Pr.896a14, de plantas
ὥσπερ ἀφαυαινόμενα τὰ φύλλα συμπίπτειν φασίνThphr.HP 4.2.11, cf. Eust.858.45
•fig. secarse, consumirse
δίψῃ ... ἀφαυανθήσομαιAr.Ec.146, c. part.
ἀφαυάνθην ... γελῶνme morí de risa Ar.Ra.1089,
ἵνα ... μὴ ... ζητῶν τὸν σύαγρον ἀφαυανθῇςAth.401e, de las sirenas
τοὺς ἀκροωμένους ἐποίουν ἐπιλανθανομένους τῶν τροφῶν ... ἀφαυαίνεσθαιAth.290e.