< ἀφαγνίζω
ἀφαγνιστέον >
ἀφαγνισμός
,
-οῦ, ὁ
purificación
τοῖς ἐξιοῦσιν ἀφαγνισμὸν εὔλογον πορίζουσιν
Sch.E.
Alc
.98, de sacerdotes, Cyr.Al.M.68.776B.