ἀτύχημα, -ματος, τό
• Prosodia: [-ῠ-]
1 desventura, infortunio
περισσότερα ἀτυχήματαAntipho 3.4.5,
τὰ μείζονα ... πέπονθε τις ἀτυχήματαTimocl.6.18,
τὸ πρᾶγμ' ἀτύχημα συμβέβηκενD.22.17,
τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων Δημοσθένην (αἴτιον γεγενημένον)Aeschin.3.57,
ἐπάγομαι μέγ' ἀτύχημαMen.Sam.218,
τὸ ... ἀτύχημα τῇ πόλει συμβάνD.Chr.34.7,
ἐν ἀτυχήμασιν εὐτυχεῖνAch.Tat.1.8.8, cf. Plb.12.14.2, Eun.VS 461
•ref. a una pers. calamidad
ἐν δὲ ταῖς ἐνεργείας ταπεινοί ... ὅλοι ἀτυχήματαy en las acciones somos abyectos ... completas calamidades Arr.Epict.2.16.18, tb. ref. a animales, Arr.Epict.1.3.7, 9.
2 falta involuntaria, error fortuito op.
ἁμάρτημαGorg.B 11.19, Arist.EN 1135b17,
ἔστιν ἀτυχήματα ... ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίαςArist.Rh.1374b6, cf. Plu.2.468a
•euf. delito
ἀ. πρὸς τὸ δημόσιονIs.10.20.