ἀτάραχος, -ον


I 1no turbado, tranquilo de pers. y abstr. ἐν τοῖς φοβεροῖς Arist.EN 1117a31, τὰ πράγματα LXX Es.3.13g, ὁ στρατηγὸς ἀγαθὸς ... ἀτάραχος Onas.2.2, ὕπνοι ἀτάραχοι Ath.26a, cf. ἀτάραχον· ἀχείμαστον Hsch.α 8023
en fil. ὁ ἀτάραχος ἑαυτῷ καὶ ἑτέρῳ ἀόχλητος Epicur.Sent.Vat.[6] 79, τὴν ἀθαυμαστίαν ... ἣν ὑμνεῖ Δημόκριτος ...· παράκειται γὰρ τῷ ... ἀταράχῳ Str.1.3.21 (= Democr.A 168), μονὴν ἀτάραχον Chrysipp.Stoic.3.26, τὸ ἡγεμονικὸν ἀτάραχον M.Ant.7.16, cf. 4.37
neutr. compar. como adv. ἀταραχώτερον ἐκάθευδες Arr.Epict.4.1.47.

2 inalterable en contratos o testamentos, de una propiedad PStras.248.13 (VI d.C.), PMasp.151.142 (VI d.C.).

3 subst. neutr. como n. de un colirio Gal.12.786.

II adv. -ως tranquilamente, sin turbación ἀ. ἔχοντες Epicur.Ep.[2] 53, ζῆν Hero Bel.72.4, βιώσεσθαι I.AI 14.157, ὑπνοῦν Archig. en Orib.46.27.1, πολιτεύεσθαι D.S.18.18, γλαῦξ ἀ. βοῶσα Sch.Arat.999, cf. Phld.Log.Libr.p.573, D.S.17.54, M.Ant.1.16.9, Plu.Fr.211.