ἀταραξία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Hp.Ep.12, Praec.14, Aret.CA 2.2.2


1 fil. ausencia de turbación, tranquilidad de ánimo τὴν δ' <εὐδαιμονίαν> ... συμμετρίαν καὶ ἀταραξίαν καλεῖ Stob.2.7.3i (= Democr.A 167), ἀταραξίης ἐπιθυμίῃ Hp.Ep.12, ἡ μὲν γὰρ ἀταραξία καὶ <ἡ> ἀπονία καταστηματικαί εἰσιν ἡδοναί Epicur.Fr.[7] 2, cf. Ep.[2].82, Perict.p.144, Polystr.Contempt.21.4, LXX 4Ma.8.26, Phld.Oec.p.63, Plu.2.101b, M.Ant.9.31, Diog.Oen.2.1.11, Plot.1.4.1, Arr.Epict.3.26.13, Cic.Fam.15.19.2, Hero Bel.71.2, S.E.P.1.29, Clem.Al.Strom.4.7.55, Paed.2.7.58, Gr.Naz.M.37.388A, Gr.Nyss.Hom.in Cant.103.4, Cyr.Al.M.69.928C
gener. ψυχῆς ἀταραξία Aret.l.c.

2 medic. quietud, situación estacionaria νούσου Hp.Praec.14.