< ἀτραπία
Ἀτρᾰπῐτοί >
ἀτρᾰπίζω
• Prosodia:
[ᾱ-]
ir a través de
fig.
ἀτραπίζοντες τὰς ἁρμονίας διὰ πασῶν
Pherecr.31.