< ἀτράπελος
ἀτρᾰπίζω >
ἀτραπία
,
-ας, ἡ
desviación
en sent. moral
εἰς ... ἀτραπίαν ἐκτρέχουσι
Cyr.Al.M.69.565D, cf. Sch.A.R.2.246.