ἀτρέμᾰ
• Alolema(s): gener. ante vocal ἀτρέμας


adv.

1 firmemente, en inmovilidad esp. c. ἔχω mantener o permanecer quieto, inmóvil αἰγίδα ἐν χερσὶν ἔχ' ἀ. Φοῖβος Ἀπόλλων Il.15.318, ἀ. εἶχον τὸ στρατόπεδον Hdt.9.53, οὐδέ ποτ' ὄσσε ἀμφιπόλων μεθ' ὅμιλον ἔχ' ἀ. A.R.3.952, Ἀμύντης ... ταῦτα ὁρέων ἀ. εἶχε Hdt.5.19, οὔκου ἀ. ἕξεις; Ar.Ra.339, ὁ δ' ἕξει ἀ. πιέσας ἑαυτὸν ἐπὶ γῆν X.Cyn.9.5, ἔχ' ἀτρέμ' estate quieto Pherecr.6, cf. Ar.Nu.743, Au.1244, Hld.5.2.4
c. otros verb. ἀ. ἧσο καὶ ... ἄκουε Il.2.200, στήλην ἢ δένδρεον ... ἀ. ἑσταότα Il.13.438, ὀφθαλμοὶ ... ἕστασαν ... ἀ. ἐν βλεφάροισι Od.19.212, διὰ τὸ μὴ ἀ. ἑστάναι Antipho 3.3.10, ἢν μὲν τολμᾷ ἀ. κατακεῖσθαι Hp.Fract.14, ἅτε ἀ. συνεστηκότων τῶν βρωτῶν puesto que los alimentos se condensan (dentro del estómago) en la inmovilidad Hp.Int.1
fig. fija, exactamente τοῖς δὲ χρονικοῖς δοκεῖ μᾶλλον ὁ Θουκυδίδης συμφέρεσθαι, καίπερ οὐδ' αὐτοῖς ἀ. συντεταγμένοις Plu.Them.27.

2 c. verb. de comportamientos diversos tranquilamente, en paz ἀτρέμας εὗδε πατήρ Il.14.352, cf. Od.13.92, ἀτρέμ' ἀμπαύσας μεριμνᾶν B.5.7, μέν', ὦ ταλαίπωρ', ἀτρέμα E.Or.258, ἴδωμεν δὴ οὑτωσὶ ἀ. σκοπούμενοι Pl.Grg.503d, διασκοπῶν ἀ. καὶ σχολῇ Alex.135, ὁ Περικλῆς μειδιάσας ἀ. Plu.Per.28, cf. Alex.46.

3 c. verb. de mov. lenta, cuidadosamente ἀ. ... χροὸς ... ἅπτεσθε χεροῖν E.Hipp.1358, ὀρθὸν μεθίει ... βλάστημ' ἄνω ἀ. E.Ba.1072, κάταγε, πρόσιθ' ἀ., ἀ. ἴθι E.Or.149, (λαγωός) ὅταν ἀ. διαπορεύηται X.Cyn.5.31, op. ταχύ D.37.55, ἀ. εἴσω θέει Aret.SD 2.11.11, cf. CA 1.4.7, τὸ μετ' εὐλαβείας ἀ. προσιέναι Plu.2.71b, cf. 558d, ἀ. ... ἐρύσας δεσμόν Nonn.D.16.267, tb. c. otros verb. de acción πυριῆν ... ἀ. Hp.Int.12, τὸ ἄλφιτον ... ἀ. χλιαίνων Dieuch.14.4
cautelosamente λαμβάνοντα πιέζειν ἃ δεῖ, καὶ ὅσα ἀ., λαβεῖν Hp.Morb.1.10.

4 c. adj. gradualmente ἀ. μὲν βραδύτερον, σφόδρα δὲ γινόμενον θᾶσσον Hp.Dieb.Iudic.2, τὴν δίαιταν ... ποιουμένους ἀ. χειροήθη ταῖς ὀρέξεσι Plu.2.123b
ligeramente ἡ κόπρος καθαρὴ ἢ ἀ. χολώδης καὶ ὀλίγη Hp.Morb.3.16, οἰνάριον λεπτὸν ἀ. μαλακόν Diocl.Fr.141(p.183).
• Etimología: V. τρέμω.