< Ἀτρενεύς
ἄτρεπτος >
ἀτρεπτί
sin vacilación
ἀ. ἀπὸ τῆς τοῦ Κυρίου παρουσίας ... διώδευσεν
Gel.Cyz.
HE
proem., cf. Hdn.
Epim
.p.256.