ἀτμίζω
I intr.
1 desprender humo, humear
βωμὸς ἀτμίζων πυρίS.Fr.370, cf. Philox.Leuc.(b) 15,
θυμιατήριον ... ἀτμίζονIG 42.126.19 (Epidauro II d.C.)
•desprender vapor o vaho el agua
κρήνη ἀτμίζουσα ἐν νάπῃX.An.4.5.15, la arcilla al cocerse
ὁ κέραμος τὸ πρῶτον ὀπτώμενος ἀτμίζειArist.Mete.383a24
•gener. exhalar vaho o vapor c. ref. al olor de carne caliente
ἥδιστον ἀτμίζονταPherecr.113.15,
ἀτμίζον κρέαςPhryn.PS 8.10
•sudar
ὡς ἀτμίζειν τὸ σῶμα καὶ τὸν ἱδρῶτα χωρεῖν ἀτακτίPhilostr.VA 3.17.
2 evaporarse
τὸ ὑδατῶδεςArist.Pr.930b36, cf. Mete.358b16, Epicur.Nat.14.32, Thphr.Fr.163, tb. en v. med.
ἐκ δὲ τοῦ ἀτμιζομένου (ὕδατος) ἀέρα γίγνεσθαιAr.Did.38
•contener vapor
διὰ ψυχρότητα συνίσταται ὁ ἀτμίζων ἀὴρ εἰς ὕδωρArist.Mete.349b23
•part. subst. τὸ ἀτμίζον el vapor
οὐκ εἰς θάλατταν συγκρίνεται τὸ ἀτμίζονArist.Mete.358b17.
II tr., en v. pas. recibir el vaho del agua, la profetisa de Bránquidas, Iambl.Myst.3.11 (bis).