ἀτμιδώδης, -ες
1 de la naturaleza del vapor
ἀναθυμίασιν ... διπλῆν τὴν μὲν ἀτμιδωδεστέραν, τὴν δὲ πνευματωδεστέρανArist.Mete.341b8, 360a9.
2 lleno de vapor
ὁ δὲ βόρεας ἅτε ἀφ' ὑγρῶν τόπων ἀ.Arist.Mete.358a35,
ἀήρArist.GA 786a12,
γῆClidem.35.