< ἀτῑμοπενθής
ἄτῑμος >
ἀτιμοποιός
,
-όν
deshonroso
ἁμαρτία
Basil.M.30.396A,
κακία
Procop.Gaz.M.87.1253A, del rapado de pelo, Cyr.Al.M.68.1045B, 71.553B.