< Ἀτίμαρχος
ἀτιμασμός >
ἀτιμασία
,
-ας, ἡ
deshonra
οὔτε γὰρ ἵππος ποτε ἐφρόντισεν τῆς ... τιμῆς ἢ καὶ ἀτιμασίας
Fauorin.
de Ex
.17.6.