< ἀτιμασία
ἀτιμαστέον >
ἀτιμασμός
,
-οῦ, ὁ
deshonor
ἀ. ἐπιφύεται καὶ δόξης ἀναίρεσις
Aristeas 269, cf. LXX 1
Ma
.1.40 (var.).