< ἄτερ
ἀτέραμνος >
ἀτεραμνίη
,
-ης, ἡ
dureza
ὑδάτων
Hp.
Aër
.4
•
fig.
severidad
τίς ... ἰητρεύοι πίστει ἢ ἀτεραμνίῃ;
Hp.
Praec
.5.