ἀταλαιπώρητος, -ον
1 que es sin esfuerzo, libre de molestias, fácil
κατεργασία τῆς τροφῆςSor.100.27,
βίοςChrys.M.62.295.
2 adv. -ως miserablemente
κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαιSch.E.Hec.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως.
κατεργασία τῆς τροφῆςSor.100.27,
βίοςChrys.M.62.295.
κἀκεῖ μετὰ νεκρῶν ἀ. κατοικήσομαιSch.E.Hec.204D., cf. Hsch.s.u. ἀνοίκτως.