< ἀσοφία
ἄσοφος >
ἀσόφιστος
,
-ον
insensible a los sofismas
ἀσόφιστοι λόγων παρασκευαῖς
I.
Ap
.2.292,
ἀνεξαπάτητος τε καὶ ἀ.
a prueba de engaños y sofismas
Arr.
Epict
.1.7.26.