ἀσήμιον, -ου, τό
• Alolema(s): ἀσήμιν PHamb.227.15 (III d.C.), PSI 825.13 (IV/V d.C.); ἀσίμιον An.Athen.2.388.26
metal noble sin acuñar, en lingotes esp. plata
ἀργύρεον βάρος ἤγουν τοῦ ἀσημίουSch.Nic.Al.54a,
καὶ τὸ [ἀσή]μιν δραχμῶν πεντακοσίων ὀγδοήκοντα ὀκτώPHamb.l.c., cf. PSI l.c.,
ἕλκυσμα ἤτοι ἡ σκουρία τοῦ ἀσιμίουAn.Athen.l.c.