< ἀσημείωτος
ἀσήμιον >
ἀσήμινος
,
-ον
• Alolema(s):
tb.
-ενος
PMich
.684.14 (VI d.C.)
• Grafía:
graf. ἀσιμ-
de plata
τὸ ξέστιν
PIand
.103.15 (VI d.C.),
μιστρία
PMich
.l.c.