ἀσέλγεια, -ας, ἡ
1 insolencia, desenfreno
ἀ. πολλὴ ... περὶ αὐτῆςIs.3.13, la música
ἔρχεται ἐπὶ τοὺς νόμους ... σὺν πολλῇ ... ἀσελγείᾳPl.R.424e,
οἷ προελήλυθ' ἀσελγείας ἅνθρωποςD.4.9, op. a
ὕβριςD.21.1, op. a
πλεονεξίαD.10.2,
ἡ τῶν δημαγωγῶν ἀ.Arist.Pol.1304b21, en plu. Phld.Lib.42.
2 vida licenciosa, depravación
ἀ. καὶ περὶ τὰς σωματικὰς ἐπιθυμίαςPlb.36.15.4,
γάμων ἀταξία, μοιχεία καὶ ἀ.LXX Sap.14.26, cf. Eu.Marc.7.22, los gentiles
ἑαυτοὺς παρέδωκαν τῇ ἀσελγείᾳEp.Eph.4.19,
ἐν ἀσελγείᾳ τραφείςD.C.45.26.3,
ἀσελγείας διδάσκαλος ἦνPhilostr.VA 4.44, de una mujer desnuda
ὑπερβολὴ ἀσελγείαςcolmo de impudicia I.BI 1.439.