ἀσυνύπαρκτος, -ον


que no puede coexistir τὰ ἐναντία Alex.Aphr.Quaest.97.28, Iambl.in Nic.p.74, ἀξιώματα S.E.P.2.202, τὰ μέρη S.E.M.8.81, ἀ. ἡ δικαιοσύνη τῇ ἀδικίᾳ Didym.Gen.20.26, ἡ κατάφασις τῇ ἀποφάσει ἀ. Simp.in Cat.381.13, τὸ ... διαζευκτικὸν δηλοῦν τὸ ἀσυνύπαρκτον la conjunción disyuntiva que muestra la incompatibilidad de dos frases, A.D.Coni.221.8.