ἀσυνάρπαστος, -ον
1 no desviado fig.
ἀ. τὴν ἀκοὴν ἔχουσαCyr.Al. en CEph.Act.4 p.18.26.
2 adv. -ως sin arrebatamiento, suavemente
πρὸς τὸ δύνασθαι νοεῖν ἀ. χειραγωγούμενοςCyr.Al.M.13.251B.
ἀ. τὴν ἀκοὴν ἔχουσαCyr.Al. en CEph.Act.4 p.18.26.
πρὸς τὸ δύνασθαι νοεῖν ἀ. χειραγωγούμενοςCyr.Al.M.13.251B.