< ἀσυνάρμοστος
ἀσυνάρπαστος >
ἀσυνάρπακτος
,
-ον
que no puede ser apartado
o
desviado
ἀ. ἡ ἀρετὴ τῇ κακίᾳ
Didym.M.39.1101C,
ἀ. ... τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς γίνεται
Diad.
Perf
.71.