ἀσυνδύαστος, -ον
• Grafía: graf. ἀσυνδίαστος Marc.Er.Opusc.M.65.1101D
I
τὸ ἓν ἀσυνδύαστον ἔχει τὴν σημασίανGr.Nyss.Eun.3.9.21,
μονογενὲς παράδειγμα καὶ ἀσυνδύαστον πρὸς ἄλλην ἀρχήνProcl.Theol.Plat.3.15, cf. Mac.Aeg.Hom.4.1, Hsch.
2 sin compañero
ἡ τρυγώνBasil.Hex.8.6, cf. Sud.
3 virginal
κυοφορίαGr.Nyss.Or.Catech.23.
II adv. -ως sin cópula, sin unión
οἱ ... γύπες ἀ. τίκτουσινRh.3.731.10, cf. Basil.M.29.180A, Eust.Op.258.90.