< ἀσύνδηλος
ἀσυνδύαστος >
ἀσυνδιάθετος
,
-ον
mal dispuesto
,
no inclinado a
σεαυτὴν ἁγνὴν ... ἀσυνδιάθετον ταῖς ὁμιλίαις
A.Andr.Fr
.8.