ἀσυμμετρία, -ας, ἡ
1 inconmensurabilidad en plu. y op. συμμετρία Arist.Metaph.1061b1.
2 falta de proporción o armonía
νοσήματα δὲ γίγνεται ... διὰ τὴν ἀσυμμετρίαν τῆς τροφῆςThphr.CP 3.22.3, cf. Pl.Grg.525a, Plb.9.18.8
•c. πρός más ac.
δι' ἔνδειαν τοῦ φυσικοῦ θερμοῦ καὶ ἀσυμμετρίαν πρὸς τὸ ὑγρόνArist.Mete.830a33
•en plu.
αἱ τᾶν πρατᾶν δυναμίων ἀσυμμετρίαιTi.Locr.102b.
3 discrepancia
περὶ τῆς ἀσυμμετρίας τοῦ κατὰ τὸν Μαρῖνον γεωγραφικοῦ πίνακοςPtol.Geog.1.20 (tít.).