ἀσυμμελής, -ές


de miembros desproporcionados υἱὸν Φιλοξένου διαβάλλει ὡς τερατόμορφον καὶ ἀσυμμελῆ Tz.Comm.Ar.3.966.10, cf. Tz.Ex.113.8.