< ἀσύλληπτος
ἀσυλλογιστία >
ἀσυλληψία
,
-ας, ἡ
incapacidad de concebir
,
esterilidad
ἀσυλληψίαν ἐργάζεται
Dsc.3.34, cf. Aët.16.26.