< ἀσυγκαλύπτως
ἀσυγκατάθετος >
ἀσυγκαταθετέω
no consentir
τὸ δὲ ἀσυγκαταθετεῖν οὐδὲν ἕτερόν ἐστιν ἢ τὸ ἐπέχειν
S.E.
M
.7.157.