ἀστέφᾰνος, -ον
carente de coronas e.e. donde no se conceden premios
ἀστέφανοι ... ἀνάπαυλαιE.Hipp.1138,
ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνουςE.Andr.1021
•de pers. que no merecen premios
ἀστεφάνους τεύχειMan.4.178.
ἀστέφανοι ... ἀνάπαυλαιE.Hipp.1138,
ἁμίλλας ἔθετ' ἀστεφάνουςE.Andr.1021
ἀστεφάνους τεύχειMan.4.178.