ἀστεφάνωτος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 no coronado
ἀστεφανώτοισι δ' ἀπυστρέφονταιSapph.81.7,
μηδένα Λακεδαιμονίων ἀστεφάνωτον εἶναιX.Lac.13.8,
ἀστεφάνωτοι ἀποτρέχοντεςPl.R.613c,
τὸν ἀστεφάνωτον ἐκ τῶν νόμων κελεύεις ἡμᾶς στεφανοῦνAeschin.3.176,
ἀστεφάνωτος ἐκ τῆς Ὀλυμπίας ἀπῄειD.18.319.
2 que no tiene corona nupcial, soltero
λείψας τρεῖς συνομαίμονας ἀστεφανώτουςSEG 29.1003.32 (Roma III d.C.).