< ἀστυνομικός
ἀστῠνόμος >
ἀστυνόμιον
,
-ου, τό
lugar de reuniones de los astínomos
εἰς ἀστυνόμιον θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα
Pl.
Lg
.918a.