ἀστυνομικός, -ή, -όν
1 relativo al cargo de astínomo
ἀγρονομικὰ ἄττα ἢ ἀστυνομικάPl.R.425d, cf. Arist.Pol.1264a31
•
νόμος ἀ.PHal.1.237 (III a.C.).
2 relativo a los ediles
μονόβιβλονDig.43.10.1
•subst. οἱ ἀστυνομικοί los ediles, Dig.l.c.
ἀγρονομικὰ ἄττα ἢ ἀστυνομικάPl.R.425d, cf. Arist.Pol.1264a31
νόμος ἀ.PHal.1.237 (III a.C.).
μονόβιβλονDig.43.10.1